- αγουρογέννητος, -η, -ο
- αγουρογέννητος, -η, -ο και αγουρογεννημένος, -η,-ο αυτός που γεννήθηκε πρόωρα: Το παιδί, αν κι αγουρογεννημένο, έζησε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγουρογέννητος — η, ο [αγουρογεννώ] αυτός που γεννήθηκε πρόωρα, πρόωρος, πρώιμος … Dictionary of Greek
αγουρογεννώ — ( άω) [αγουρόγεννος] γεννώ πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρόγεννος. ΠΑΡ. αγουρογέννητος] … Dictionary of Greek